συλλέγοντας

συλλέγοντας
συλλέγω
bring together
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • αυξολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της αύξησης υπολογίζοντας τις ατομικές διαφορές και αποκλίσεις, με τον σκοπό να υποδείξει τις καταλληλότερες συνθήκες για τη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού και ενδεχομένως… …   Dictionary of Greek

  • Βάισμαν, Αουγκούστ — (August Weismann, Φρανκφούρτη 1834 – Φράιμπουργκ 1914). Γερμανός βιολόγος. Ο Β. από νεαρή ακόμη ηλικία ασχολήθηκε με τη φυσική ιστορία, συλλέγοντας φυτά και έντομα και εκτρέφοντας κάμπιες. Το μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σένκεμπεργκ στη Φρανκφούρτη… …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνς, Ρόμπερτ — (Robert Burns, Αλογουέι, Άιρσαϊρ 1759 – Ντάμφριζ 1796). Σκοτσέζος ποιητής. Γιος φτωχού χωρικού, πέρασε ζωή στερήσεων, ώσπου το 1786, με τη δημοσίευση του πρώτου τόμου ποιημάτων του (Ποιήματα, κυρίως στη σκοτσέζικη διάλεκτο) απέκτησε –μαζί με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”